πολυφώνου

πολυφώνου
πολύφωνος
having many tones
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καντάδα — η (λ. ενετ.), είδος πολύφωνου τραγουδιού που τραγουδιέται τη νύχτα στους δρόμους με κιθάρα ή άλλα έγχορδα όργανα: Μου κάνουν κάθε βράδυ καντάδα κάτω από το παραθύρι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”